- κατόρθωμα
- [катортома] ουσ. о. достижение, осуществление, подвиг.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
κατόρθωμα — success neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόρθωμα — το (ΑΜ κατόρθωμα, Μ και κατόρθωμαν) [κατορθώ] 1. εξαιρετική επιτυχία μετά από επίπονη προσπάθεια, επίτευγμα (α. «θα είναι μεγάλο κατόρθωμα αν πετύχεις σ αυτές τις εξετάσεις» β. «κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας», ΚΔ) 2.… … Dictionary of Greek
κατόρθωμα — το, ατος εξαιρετική επιτυχία, ανδραγάθημα: Διηγείται τα κατορθώματά του στον πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατορθωμάτων — κατόρθωμα success neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώμασι — κατόρθωμα success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώμασιν — κατόρθωμα success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώματα — κατόρθωμα success neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώματι — κατόρθωμα success neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώματος — κατόρθωμα success neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДОЛГ — (греч. deon; лат. officiuum, obligatio; нем. Pflicht; англ. duty, obligation; фр. devoir, obligation; ит. devere) одно из фундаментальных понятий этики, которое обозначает нравственно аргументированное принуждение к поступкам; нравственную… … Философская энциклопедия
СТОИЦИЗМ — учение одной из наиболее влиятельных филос. школ античности, основанной ок. 300 г. до н.э. Зеноном из Китиона. История С. традиционно делится на три периода: ранняя стоя (Зенон, Клеанф, Хрисипп и их ученики, 3 2 вв. до н.э.), средняя стоя… … Философская энциклопедия